- Λάφριος
- Λάφριοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάφριος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Κασταλία και εγγονός του Δελφού. Εικονίζεται σε νομίσματα να κρατάει λύρα. II Προσωνυμία του θεού Απόλλωνα στην Αιτωλία (από τον ναό του που βρισκόταν στον Λαφριαίο λόφο), του Ερμή ως… … Dictionary of Greek
Λαφρίου — Λάφριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάφριον — Λάφριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гермес — У этого термина существуют и другие значения, см. Гермес (значения). Гермес Гермес Бог тор … Википедия
Меркурий (бог) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя … Википедия
Меркурий (божество) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя … Википедия
Меркурий (древнеримская мифология) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя … Википедия
Λαφριαίος — Λαφριαῑος, ὁ (Α) ονομασία τού τέταρτου μήνα τού αρχαίου αιτωλικού μηνολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί στους σημερινούς Δεκέμβριο Ιανουάριο και ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία τού Απόλλωνος Λαφρίου και τής Αρτέμιδος Λαφρίας, αλλ. Δῑος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λαφρία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * και λάφριος, η ζωολ. γένος μεγάλων σαρκοφάγων μυγών τού βόρειου ημισφαιρίου, που ανήκει στην οικογένεια ασιλίδες … Dictionary of Greek
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)